κυκλωτός

κυκλωτός
κυκλ-ωτός, ή, όν,
A rounded, A.Th.540.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυκλωτός — ή, ό (Α κυκλωτός, ή, όν) [κυκλώ (II)] αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.) νεοελλ. περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»). επίρρ... κυκλωτά (Α κυκλωτῶς) σε σχήμα κύκλου, κυκλικά,… …   Dictionary of Greek

  • κυκλωτά — κυκλωτός rounded neut nom/voc/acc pl κυκλωτά̱ , κυκλωτός rounded fem nom/voc/acc dual κυκλωτά̱ , κυκλωτός rounded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωτῷ — κυκλωτός rounded masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακύκλωτος — η, ο (Μ ἀκύκλωτος, ον) 1. αυτός που δεν κυκλώθηκε ή δεν μπορεί να κυκλωθεί 2. άφρακτος, απεριτείχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ρημ. επίθ. κυκλωτός < κυκλῶ, κυκλώνω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”